- ἀπομάκτρια
- ἀπομάκ-τρια, ἡ, fem. of ἀπομάκτης, Poll.7.188.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπομάκτριαι — ἀπομάκτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)